κόρνφλαουρ

κόρνφλαουρ
το
λεπτή λευκή σκόνη από άμυλο αραβοσίτου ή από άλλα σιτηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. corn flour «αραβοσιτάλευρο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”